Προοίμιο 









Κάθε τι που βγάζει κάτι
από την ανυπαρξία στην ύπαρξη
είναι ποίηση
ώστε όλες οι εργασίες
σε όλες τις τέχνες είναι ποιήσεις
και οι τεχνίτες των όλοι
είναι ποιηταί.   

ΠΛΑΤΩΝΑΣ



ΜΟΥΣΑ


Όταν διαβάζω τα τραγούδια μου
διαπιστώνω ότι οι Μούσες είναι πολλές
(ή μήπως είναι μία που αλλάζει πρόσωπα;)


Πώς την έχω ζαλισμένη
στο κεφάλι μου κλεισμένη,
την καινούρια μου τη Μούσα
όλη νύχτα τη μεθούσα.

Κι έτσι που ‘ναι μεθυσμένη
όμορφη και ξεντυμένη
θα ‘ρθει απόψε πριν να φέξει
και γυμνή θα μου χορέψει.

Θα μου πει τα μυστικά της
κι όλα τα παράπονά της,
θα μου πει πικρή αλήθεια
και ωραία παραμύθια.


Θα μου πει τι είναι εντός μας
σφάλματα του μέλλοντός μας,
γνωμικά θα μου χαρίζει
που κανένας δε γνωρίζει.

Στου μυαλού τα μονοπάτια
μέσ’ στης Γνώσης τα παλάτια
της αλήθειας μου τους κόπους
να προσφέρω στους ανθρώπους.

Και στου οίστρου μου τη δίνη
το φιλί της θα μου δίνει
λόγια τις καρδιές ν’ αγγίζουν
τις πληγές ν’ ανακουφίζουν.

Πινελιές απ’ τ’ άγιο χέρι
στο χορό της θα μου φέρει 
και του φόβου που μ’ αγγίζει
τις σκιές θα ζωγραφίζει.

Έρωτας δημιουργίας
στιγμιαίας μου σοφίας
έκστασης θολό καράβι
στου Διόνυσου το χάδι.

Όνειρο δημιουργίας
στο σκαλί της Ουτοπίας
διαγράφεται το ψέμα
με του ποιητή το αίμα.

Κι όταν θα ‘χει ξημερώσει
τις φτερούγες θα απλώσει
θα γλιστρήσει σαν το χέλι
θα ξανάρθει όταν θέλει. 




Φλεβάρης 1997
( Ιούλης 2017 )   









ΜΥΘΟΣ





Φέξε μου χρυσοφέγγαρο
κόμματα και τελείες
να βάλω στη σελίδα μου
ν’αρχίσω ιστορίες.

Της θάλασσας κρυφόλογα
του βράχου φλυαρίες
για βασιλιάδες που πηδούν.
ξανά στις φαντασίες.

Για πόλη που βυθίστηκε
κάτω από το κύμα
και οι ψυχές της χάθηκαν
στου άπειρου το μνήμα.

Για της ζωής το αίνιγμα
του χρόνου παραμύθι,
για του θανάτου τ’άγνωστο
τι είπανε οι μύθοι.




Απρίλης 1997


Φωτογραφία ( Φούρνοι Κορσεών ): Κονδύλω Μύτικα 
Θαλασσοκόρη





Θαλασσοκόρη με το υγρό χαμόγελο 
να ‘χα της μοίρας σου την πένα, το μελάνι
θα σου ‘φτιαχνα ένα δελφίνι λαμπερό
γύρους πολλούς σ’όλο τον κόσμο να σε κάνει.



Μικρό αστέρι μπλέκεις μέσ' στα βλέφαρα
να ‘χα της ποίησης το θεϊκό μολύβι
θα σου ‘γραφα να τραγουδούσαν τα πουλιά
λέξη που όλη την αγάπη μου να κρύβει.



Ηλιαχτίδα φωτεινή κι απόμακρη 
να ‘χα φτερά απ’ του Ικάρου πιο μεγάλα
θα σου ‘φερνα του Ποσειδώνα το φιλί
άγνωστων τόπων γνωμικά, αχνά σινιάλα.



Ζεστή ανάσα σε ψυχή εφήμερη
να ‘χα τη δύναμη που κρύβουν οι πλανήτες
θα σου δειχνα στου ουρανού τη διαδρομή
όσες αλήθειες δε μας είπαν οι προφήτες.


                  1998

Μελοποίηση: Τηλέμαχος Βούλγαρης  
ΘΑΛΑΣΣΟΚΟΡΗ  


Το ποίημα συμπεριλαμβάνεται στην ανθολογία:

Ποίηση. Ένας δρόμος προς το όνειρο. Θεσσαλονίκη – Αθήνα 2020 ( αυτοέκδοση ) 






Νυχτερινό      


Δώσ’ μου τα μαύρα σου μαλλιά
να πλέξω παραγάδι
για να ψαρέψω μια φωτιά
από δικό σου χάδι.  



Βρήκα δυο μάτια δυνατά
ν’ αντέχουν τη μορφή σου
και μια μεγάλη αγκαλιά
για την αναπνοή σου.




Έχω τη δύναμη της Γης
του φεγγαριού σημάδι
τη σημασία της στιγμής
στου χρόνου το πηγάδι.



Αύγουστος 1999 


 Μελοποίηση: Τηλέμαχος Βούλγαρης

                                                                                 
                                                                                   
Το ποίημα συμπεριλαμβάνεται και στην ποιητική ανθολογία:
Της νύχτας τα καμώματα ( 2019 εκδόσεις Κύμα )




ΚΟΡΜΙ



Το κορμί είναι αιτία
σπίθα και η αφορμή
μετατρέπει σε μανία
του μυαλού τη λογική.

Το κορμί είναι πλημμύρα
αχαλίνωτη φωτιά
πάνω σε πληγή αρμύρα
μέσ’ στον ύπνο ζωγραφιά.

Είναι ποταμός που ρέει,
το σκοτάδι και το φως
είναι κεραυνός που καίει,
της ψυχής μας ξεναγός. 




Γενάρης 1998        
ΓΑΛΑΖΙΑ ΚΟΥΚΚΙΔΑ ΣΤΟ ΑΠΕΙΡΟ




Γη
Μητέρα Γη
Μοναδική, πανέμορφη Γη
Γη αιώνια.

Επειδή σε πατάω                                                                                                        
Θάρρεψα ότι μου ανήκεις
Είσαι δική μου;
Ή με φιλοξενείς;
Απλή η απάντηση:
Εσύ πάντα εδώ είσαι                                                                                                  
Εγώ είμαι ο περαστικός.

Σε είδα
Είσαι ξεχωριστή
Εσύ δεν είσαι
Μία άσπρη κουκκίδα στο άπειρο                                                                                 
Εσύ είσαι
Μία γαλάζια κουκκίδα στο άπειρο.




 2001
      ΣΤΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ ΤΗΝ ΑΚΡΗ



Καρδούλα μου, άνοιξες πανιά
κι από παντού φυσάει
άραγε πού σε πάει
της σκέψης σου η πυρκαγιά,
στης ποίησης την άκρη
εργάζονται μονάχοι
οι ποιηταί στην ερημιά.

Γεννάς σ΄ ένα λευκό χαρτί
κι ο ουρανός ανοίγει
μα θα ‘ναι πάντα λίγη
η γνώση σου η πιο πολλή,
στο άπειρο κουκίδα
στον άνεμο ρανίδα
τι να σου κάνει μια ζωή.


                    2001

https://www.youtube.com/watch?v=7z5Tt6NxqN8&feature=youtu.be



Το ποίημα συμπεριλαμβάνεται και στην ανθολογία
Ποιητικές Συμπλεύσεις 3 – Ρευστά όρια  ( 2019 εκδόσεις Εντύποις )  

Ξημέρωμα στη Σαλονίκη 






Πόσο αλλιώτικος ξυπνάει ο ήλιος εδώ
στα μέρη μου πάλι, διαφορετικός είναι.



Καθώς μας χαρίζει απλόχερα το φως του
και απλώνει τις αχτίδες του να μας αγκαλιάσουν
εκεί ανάμεσα υψώνονται πεισματικά                                                                          
πανύψηλα δέντρα
να πάρουν πρώτα εκείνα το αγκάλιασμα.
Τα χωράφια τεντώνονται αγουροξυπνημένα
λούζονται με το πρωινό φέγγος
και τα σπιτάκια ετοιμάζονται                                                                                     
να τα συντηρήσουν
κι από αυτά να συντηρηθούν.
Τα ζώα και οι άνθρωποι
αρχίζουν να κινούνται
για να περιποιηθούν και σήμερα                                                                                 
την εύφορη γη
και με δροσερά νερά να της δώσουν ζωή.
Οι αμαρτωλές συκιές στέκουν βαριεστημένα
οι σοφές ελιές απολαμβάνουν την καινούρια μέρα,
στο καταγάλανο φόντο του ουρανού                                                                          
εναλλάσσονται πράσινα και γκρίζα βουνά
οι μέλισσες αρχίζουν να ερωτοτροπούν
με τα γλυκά και πανέμορφα χρώματα
και μακριές λουρίδες νερού
λουφάζουν δροσίζοντας το χώμα.                                                                              


Την ίδια στιγμή, κάπου αλλού
το ξημέρωμα είναι τόσο διαφορετικό
και τόσο ίδιο,
σε κάθε γωνιά της γης
είναι και κάτι μοναδικό.                                                                                            



Πόσο αλλιώτικος ξυπνάει ο ήλιος εδώ
σε κάθε τόπο
κάθε χαραυγή, κάθε ηλιοβασίλεμα
είναι και ένα αρμονικό ποίημα.     







                                    2001
ΑΝΤΙΠΟΛΕΜΙΚΟ 






Άγριες, ματωμένες κραυγές μέσα απ’ τα συντρίμμια
κύκνειες κραυγές
που ποτέ δεν πήραν απάντηση
σώματα που τα μέλη τους σκορπίσαν χτυπημένα
μάτια, καρδιές που κλαίνε                                                                                      
το παιδί, το γονιό, τον αδερφό, το φίλο, τον άνθρωπο
αίμα που χύνεται άδικα, ίσως αναίτια
και η ζωή δε θα είναι ποτέ πια ίδια.
Ομάδες ανθρώπων
εγκαταλείπουν τα σπίτια τους                                                                                 
ό,τι έφτιαξαν, ό,τι έχουν, ό,τι μπορούσαν να δημιουργήσουν
και μόνο με τα ρούχα που φοράνε
σέρνουν τα πόδια τους αργά, κουρασμένα, φοβισμένα
τραβώντας προς το άγνωστο.




Τι να φταίει για όλα αυτά;                                                                           
Μήπως κάποια ιδανικά μας;
( πατρίδα, θρησκεία, έθνος, χωρικά ύδατα; )  
Αλήθεια, γιατί δεν καταστρέφουμε αυτά
αντί να μαζεύουμε πτώματα;
Είναι τόσο δύσκολο να καταλάβουμε ότι                                                                
αυτά που έχουμε φτάνουν για όλους;
Ή μήπως δε θέλουμε να καταλάβουμε;
Κι έτσι
πάντα οι πολλοί θα κάνουν
ό,τι θέλουν οι λίγοι                                                                                                   
και θα συνεχίσουν να σκοτώνονται
στο όνομα κάποιας θρησκείας
στο όνομα κάποιας πατρίδας.




Δε θα περάσει ποτέ από τη σκέψη μας
ούτε σαν όραμα                                                                                                     
πώς θα ήταν αν ζούσαμε κάπως αλλιώς:
όλοι μαζί, ειρηνικά
τούρκοι και έλληνες
σκλάβοι και τύραννοι
δικτάτορες και επαναστάτες                                                                                  
μικροί και μεγάλοι
πλούσιοι και φτωχοί
πιστοί και άπιστοι
όλοι ίσοι,
πόσα θα παίρναμε ο ένας απ’ τον άλλον.                                                              
Κι έτσι
θα συνεχίσουμε να πολεμάμε
χάνοντας για πάντα
την ομορφιά της ζωής.





                                2001


ΣΩΜΑΤΑ





Σώματα βαριά που περπατάνε κουρασμένα στο χρόνο
σε δρόμους αδιάβατους ακολουθούν ομιχλώδη σκιά
κλεψύδρα ασταμάτητη με χίλιους κόκκους μετράει ψυχρά,
άραγε μετά υπάρχει άλλο ή αυτό είναι μόνο;

Άραγε μετά τι να μας μένει μα και τι μας αφήνει
τελειώνουμε, τάχα μου, ή μπας δεν έγινε ακόμα η αρχή;
Νεκρός είσαι, ξέρε το, αν λησμονήθηκες πίσω στη Γη.
Σώματα βαριά η ομορφιά σας σαν κύκλος που κλείνει.



                                                        
                                  2002 
ΠΟΙΗΜΑ 

Στον ποιητή Μανόλη Κανέλλη 





Πίσω απ’το κλεισμένο μου το τζάμι
σύννεφα ταξιδιάρικα περνούν,
άραγε πόσα μέρη έχουν να δουν.
Πίσω απ’το κλεισμένο μου το τζάμι
δέντρα που με λαχτάρα ξεδιψούν
να ‘χα το μεγαλύτερο ποτάμι
να ‘χει νερό ολόγλυκο να κάμει
όλα τα δέντρα να με αγαπούν.





Απρίλης 2002






Κοράσιαι Νήσοι 




Δάσος πυκνό που αγκάλιασες κουρσάρους, βασιλιάδες 
έγινες πέτρα και φωλιά για τόπους μακρινούς, 
που ζεις μέσα στη θάλασσα για να ΄χεις μία μάνα
και δίδαξες τη μουσική σ’ ανθρώπους ταπεινούς.

Τον Λεωκράτη πότισες ζουμί του μανδραγόρα
ήπιες την πόλη την παλιά σ’απάτητους βυθούς
τον Ίκαρο ταξίδεψες, για πάντα, μέσ΄στο χρόνο
οι μύθοι σου ακροβατούν σ’ατέλειωτους χορούς.

Τα πλοία που προσπέρασαν θα φέρουν άλλα πλοία
μα εσύ έμαθες, πονάς απ’τους χαιρετισμούς
το ξέρεις πως σε ξέχασε αυτός που δε γυρίζει
μα είσαι εκεί στα σκοτεινά με φάρους φωτεινούς.





                                     2002


φωτογραφία ( Φούρνοι Κορσεών ): Γιολάντα Μητσομπόνου

ΚΡΑΥΓΗ  




Έχω μια αβέβαιη ζωή
σαν πουλάκι χτυπημένο στην μπόρα
σαν δελφίνι που έχασε τα νερά του
σαν ξεραμένος βασιλικός που περιμένει δροσιά
σαν ανάσα τελευταίας κορόνας.                                                                   

Το τραγούδι τελειώνει
ένα άπονο σφύριγμα μιας βόμβας
ένα φως ενός πυραύλου
ένας πυροβολισμός ενός όπλου
και οι νότες γίνονται χίλια κομμάτια                                                            
οι μουσικές γίνονται κραυγή
το γλέντι γίνεται πόνος.
Πού είναι ο φίλος μου; Ο αδερφός μου;
Το κορίτσι μου πού είναι;
Κι αυτή η βόμβα, εμένα γιατί δε με σκότωσε;                                               
Αν με σκότωνε θα πόναγα λιγότερο.

Εδώ τα όνειρα
φοβούνται να γεννηθούν
εδώ δεν κάνεις σχέδια
απλώς περιμένεις να πεθάνεις                                                                        
θυσία κι εσύ
στο βωμό του χρήματος,
αφού δε μάθαμε ακόμη
ότι ένας πόλεμος
έχει μόνο νεκρούς                                                                                           
και ζωντανά πτώματα.

Σκόνη
σκόνη πολέμου
παράφρονες ανθρωποφάγοι
κόβουν κεφάλια                                                                                            
και πίνουν ανθρώπινο αίμα,
παιδιά που θα γίνουν φονιάδες
μάνες που δε θα ξαναδούν τα παιδιά τους.
Δηλητήρια που θα σέρνονται ύπουλα
μέσα στο χρόνο                                                                                           
από γενιά σε γενιά
και θα καταδικάζουν τις αθώες ψυχές
να γεννιόνται άρρωστες, παραμορφωμένες, νεκρές.
Βροχή θανάτου
που μπαίνει βαθιά μέσα στη Γη                                                                     
και την ποτίζει ως τα έγκατα,
ανθρώπινα, ματωμένα κομμάτια σκορπισμένα παντού
βρέφη που δεν πρόλαβαν να ζήσουν
πληγές μολυσμένες, ανίατες
δάκρυα που γίνανε φουρτουνιασμένες θάλασσες                                           
φτώχεια και πείνα που νικάνε τον εξευτελισμό
έρημος πτωμάτων και κατεστραμμένων ονείρων
ουρλιαχτά πόνου
λυγμοί ικεσίας
εφιάλτες που δεν τελειώνουν όταν ανοίγεις τα μάτια.                                     

Αυτό το παιδί δεν μπορεί να παίξει
δεν έχει χέρια.  

Και η Ιστορία
πάλι θα βρει άλλοθι για να σκεπάσει τη φρίκη
γι’ αυτά δε θα μας πει ποτέ η Ιστορία                                                                
θα μας πει μόνο
για έθνη, για θρησκείες, για σύνορα, για συμφέροντα
και θα συνεχίσει να γεμίζει τις σελίδες της
με σφαγές.

Και οι ποιητές; Γιατί σωπαίνουν;                                               

Τελικά
δεν άλλαξε τίποτα.

Τελικά
αν ο Χριστός ξαναγύριζε στη Γη
πάλι θα τον σταυρώναμε.                                                                                  





                                     2003 
                 ΣΗΜΑ ( από τη Γη προς το Σύμπαν )



Ω σεις που το μυαλό γερό κρατάτε,
το μάθημα προσέχτε το κρυμμένο
στων στίχων των παράξενων τον πέπλο.*





Φώτα που δε φοβούνται το σκοτάδι
Μάτια μέσα στο δάκρυ κολυμπήσαν
Πόνους αρχαία βότανα δαμάζουν.
Ζώα ‘γίναν πουλιά και φτερουγίσαν.

Γνώση μετρά απ’ τον Ήλιο ως τον Άδη
(Δώρο με ένα θαύμα να γεννάει)
Κρίση φτιάχνει πολέμους και ειρήνη
Σκέψη πλάθει θεούς και τους χαλάει.

Δόξα παντοτινή που καταστρέφει
Φτώχεια να σε πεινά, να σε αγιάζει
Λίγα τα πιο πολλά, τα πιο μεγάλα
Φόβος από αλλού να σε τρομάζει.

Μάγια θολά να σε μεταμορφώνουν
Σώμα με ομορφιά που θα σαπίσει
Χρόνος όσο κρατά μία ανάσα
Τέλος που τη μορφή του δε θα δείξει.





Δάντης Αλιγκιέρης 
ΘΕΙΑ ΚΩΜΩΔΙΑ
Κόλαση – τραγούδι Θ
Στίχοι 61, 62, 63
μετάφραση Νίκου Καζαντζάκη
εκδόσεις: Ελένης Καζαντζάκη-Αθήνα 1965




                                                                 2003 












Αιγαίο   



Μικρά κομμάτια στεριάς σκορπισμένα στη θάλασσα
στολίδια χορεύουν στο απέραντο γαλάζιο
θερινή σκιά χαίρονται στην ολόχρυση ζέση
κρύο υγρό το χειμώνα υπομένουν.
Καΐκια κολυμπούν στα γαλήνια νερά 
και άλλοτε παλεύουν στους ανέμους, στα κύματα
μα πάντα θα τα περιμένει
ένα ήσυχο λιμάνι.

Εδώ τα φτιάχνω ξανά όλα ‘κείνα που χάλασα
της σκέψης τη ρότα μέσ’ στο χάρτη μου αλλάζω,
μητρικό φιλί έρχεται τα στραβά ν’ αφαιρέσει
άσπρα πουλιά από καιρό με περιμένουν.
Ακόμη ξεδιψούν στις πηγές τα παιδιά
ακούω να μου λένε μυστικά και μηνύματα 
το αύριο θα ανασαίνει 
σ' ένα ήσυχο λιμάνι. 



Νοέμβρης 2003

Μελοποίηση: Τηλέμαχος Βούλγαρης

Φωτογραφία ( Φούρνοι Κορσεών ): Γιώργος Ι. Μαρούσης  








ΠΑΝΤΟΥΜ





Ζωή ταξιδεύεις στον άπειρο χρόνο
καράβια που μόνα στη Γη κολυμπάνε
το μέλλον χορεύει σε εύθυμο τόνο
φωνές που ΄χουν φύγει ξανά τραγουδάνε.

Καράβια που μόνα στη Γη κολυμπάνε
αστέρια που σβήνουν για να ‘ρθουνε άλλα
φωνές που ΄χουν φύγει ξανά τραγουδάνε
τους στίχους που λένε τραγούδια μεγάλα.

Αστέρια που σβήνουν για να ΄ρθουνε άλλα
αν ζεις μέσ’ στη μνήμη για πάντα θα ζήσεις,
τους στίχους που λένε τραγούδια μεγάλα
πώς ήρθες πώς φεύγεις , να μη λησμονήσεις.

Αν ζεις μέσ’ στη μνήμη για πάντα θα ζήσεις
μακάριος όποιος το γέλιο φοράει
πώς ήρθες πώς φεύγεις, να μη λησμονήσεις 
γυμνή η ψυχούλα και μόνη θα πάει.

Μακάριος όποιος το γέλιο φοράει
εδώ είναι όλα στη σκέψη σου μόνο
γυμνή η ψυχούλα και μόνη θα πάει
ζωή ταξιδεύεις στον άπειρο χρόνο.




                           2003



   Παντούμ: Στιχουργική μορφή από τη Μαλαισία.
Τετράστιχα με σταυρωτή ομοιοκαταληξίαֺ, ο δεύτερος
και ο τέταρτος στίχος κάθε στροφής, γίνεται πρώτος και τρίτος,
αντίστοιχα, της επομένης. Ο τελευταίος στίχος του ποιήματος
είναι ίδιος με τον αρχικό του στίχο. 

Φωτογραφία ( Καλαμάτα ): Σοφία Κοντογεώργου














ΦΩΝΕΣ




Φωνές γνωστές, ανελέητες
που τον ύπνο χαλάτε
και την εγρήγορση κάνετε μαρτύριο.
Φωνές αγαπημένες απο το πουθενά
είσαστε παντού                                                                                             
γίνεστε τα πάντα
για να σωπάσετε πάλι
όταν η συνείδηση αποκοιμηθεί.
Φωνές – σειρήνες
μαγεύετε το μυαλό                                                                                       
σέρνοντας το στην άπειρη λήθη
κάνοντας το να ακολουθεί
μόνο το δικό σας τραγούδι
με μια μέθη τόσο γλυκιά
που δεν μπορείς να αντισταθείς                                                                    
δεν μπορείς να ξεφύγεις.
Φωνές – λέξεις
ανεκτίμητες, ασήμαντες
τον κόσμο αλλάζετε
ή κρύβεστε βουβές                                                                                       
να μη σας ανακαλύψουν
και τους τρομάξετε.
Μία λέξη
σκορπάει τον πανικό
αν δεν ειπωθεί στην ώρα της.                                                                                                           
Φωνές αδιέξοδες
τη ζωή σταματάτε
για να την αρχίσετε αλλιώς
τη σκοτώνετε για να αναστηθεί πάλι.
Φωνές – ερινύες                                                                                          
την ψυχή βασανίζετε
για να οδηγηθεί στη λύτρωση.



                                   2004



Σχέδιο: Αγγελική Φλυτζάνη 
ΓΡΑΜΜΑ ΣΤΟ ΝΙΚΟ ΚΑΒΒΑΔΙΑ


βλέπω συχνά στον ύπνο μου ένα άσπρο καρχαρία
με περιμένει νηστικός ή εγώ τον περιμένω; 
 ΝΙΚΟΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ : << COCOS ISLANDS >> από το ΤΡΑΒΕΡΣΟ ) 




Από παιδί με μάγεψαν, θυμάμαι, ιστορίες
από ‘να κόσμο μακρινό, από άγνωστα λιμάνια
θολές πραγματικότητες, της μέθης φαντασίες
στη βάρδια έγραφες για ‘μας του ναύτη την ορφάνια.

Την ίδια αγαπήσαμε και με το ίδιο πάθος
ονειρευτήκαμε κι οι δυο, μαζί της, ίδιο τέλος
ποτέ δεν το σκεφτήκαμε πως ίσως είναι λάθος
αγάπης αίμα στην καρδιά από δικό της βέλος.

Γράφει η προπέλα φεύγοντας ξωπίσω << σε προδίνω >>
κι αν λείψεις χρόνια, είχε πει, εδώ θα περιμένω
αλλά εγώ την πίστη μου στη θάλασσα τη δίνω
κι αυτή πιστεύει σε θεό που δεν καταλαβαίνω.

Περνάνε τα πιο δύσκολα παρέα με τραγούδι
και με στιχάκια ταπεινά, φτωχή περιουσία
ποτό για να μεθύσουμε της λήθης το αγγελούδι
για να γλυκάνει η πληγή τη ραίνω αμαρτία.

Το κύμα φέρνει μήνυμα, τα άστρα την ελπίδα
ένα καράβι γυρισμό ή χωρισμού μαντήλι,
αδειάζει κόκκους γρήγορα του χρόνου η κλεψύδρα
τον κάθε κόκκο να χαρείς πριν σβήσει το καντήλι.

Μια νύχτα σε συνάντησα του Ποσειδώνα κόρη.
Παράδεισος είν’ ο βυθός Κοσμά Ινδικοπλεύστη.
Με πίπες που ανάβουνε σε φορτηγού την πλώρη
γοργόνα όμορφη, γυμνή θα ‘ρθει να μας χορέψει.

Εκείνη η ερώτηση με τυραννάει χρόνια
ο μπούσουλας στρέφει μαθές ή το καράβι, πες μου
γραμμένη η πορεία μας και ‘μεις είμαστε πιόνια
ή το τιμόνι έχω ‘γω κι οι στρέψεις είν’ δικές μου;

Εσύ με έμαθες γραφή, ανάγνωση και ρίμα
τον εαυτό μου να δεχτώ με τις αναποδιές του.
Καθώς μετρά τις συλλαβές σα φτιάχνει ένα ποίημα
καθένας φτιάχνει τη ζωή με συλλαβές δικές του.


                            2004 


ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ :

Στροφή 1η – στίχος 4ος
… του τρατολόγου τον καημό, του ναύτη την ορφάνια
<< ΠΙΚΡΙΑ >> από το ΤΡΑΒΕΡΣΟ

Στροφή 3η – στίχος 1ος
Γράφει η προπέλα φεύγοντας ξωπίσω : << σε προδίνω >>
<< ΕΣΜΕΡΑΛΔΑ >> από το ΠΟΥΣΙ

Στροφή 3η – στίχος 2ος
Κι αν λείψεις χίλια χρόνια θα σε περιμένω
<< CAMBAYS WATER >> από το ΠΟΥΣΙ

Στροφή 3η – στίχος 3ος
Όταν πιστεύω θάλασσα μονάχα και βυθό
και προσκυνάω για ‘κόνισμα έναν παλιό αστρολάβο,
πες μου, στην άγια πίστη σου, πώς να προσευχηθώ
σε ποιον να ξομολογηθώ και πού να μεταλάβω;
<<ΚΟΣΜΑ ΤΟΥ ΙΝΔΙΚΟΠΛΕΥΣΤΗ >> από το ΤΡΑΒΕΡΣΟ

Στροφή 6η – στίχος 1ος
Θαλασσοκόρη του βυθού- χίλιες οργιές –
του Ποσειδώνα εγώ σε κέρδισα στο ζάρι
<< ΑΝΤΙΝΟΜΙΑ >> από το ΤΡΑΒΕΡΣΟ

Στροφή 6η – στίχος 3ος και στίχος 4ος
Εικόνες που συναντάμε συχνά στα ποιήματα του Καββαδία

Στροφή 7η – στίχος 2ος
Ο μπούσουλας είναι που στρέφει ή το καράβι;
<< KURO SIWO >> από το ΠΟΥΣΙ






ΚΑΤΑΡΑ ΚΑΙ ΛΥΤΡΩΣΗ 



Κατάρα και λύτρωση η Μούσα,
στα δίνει όλα μα δε σ’ αφήνει
όποτε θέλεις να τα χαρείς
σε παρασέρνει σε μία δίνη
ύστερα φεύγει και την ποθείς.

Τυχαία, μονάκριβη ζωή μου
η ευτυχία πολλά δε θέλει
μέσα στα λίγα τη συναντάς
ο ήλιος λέει, που ανατέλλει,
ότι στο τέλος φτωχός θα πας.

Χρυσάφι και πλούτη μου η Τέχνη,
που πίσω κάτι θα ‘χει αφήσει
να με θυμούνται οι ζωντανοί
όταν θα γίνω ροή στη Φύση.
Τέχνη μεγάλη και ταπεινή.






                                         2004











ΟΣΤΡΑΚΟ  


Γράψε αν μπορείς στο τελευταίο σου όστρακο
τη μέρα τ’ όνομα τον τόπο
 και ρίξε το στη θάλασσα για να βουλιάξει  
( Γ. ΣΕΦΕΡΗΣ )




Μη σε τρομάζουν οι φουρτούνες
να αντλείς το δίδαγμά τους.
Μετά από κάθε δυσκολία
γίνεσαι πιο δυνατός
όταν την ξεπερνάς,                                                                                
φεύγει ο καιρός
τη θυμάσαι και σου φαίνεται
τόσο ασήμαντη, τόσο μικρή
κι όμως τότε
φάνταζε γιγαντιαία.                                                                              


Η ζωή είναι μια θάλασσα
άλλοτε γαληνεμένη
με τα νερά της να χαϊδεύουν απαλά
το φόβο της ψυχής σου
κι άλλοτε πάλι                                                                                        
οργισμένη σαν κακός δαίμονας
σε καταπίνει με ένα της κύμα
και αναδύονται από το βυθό
οι θεϊκές
άγνωστες δυνάμεις                                                                                
του εαυτού σου.
Στη θάλασσα της ζωής
ρίξε τα όστρακα της σκέψης σου,
όταν θα έχεις πια φύγει
για εκεί που ο χρόνος δε μετράει                                                            
μερικά απ’ αυτά
μπορεί να βγουν σε κάποια αμμουδιά
και κάποιος να σε θυμηθεί.
Ζεις αιώνια
όταν σε θυμούνται.                                                                                 


Η ζωή είναι ένα ταξίδι
χωρίς να ξέρεις πού θα σε βγάλει
το επόμενο κύμα.
Ταξιδεύεις από λιμάνι σε λιμάνι
άλλο είναι μικρό                                                                                    
άλλο μεγάλο
άλλο ήσυχο και φιλόξενο
άλλο επικίνδυνο και βρώμικο.
Κάθε συνάντηση
έχει και έναν αποχαιρετισμό                                                                
ίσως διότι
ο προορισμός είναι το ταξίδι.


Τίποτε δε θα πάρεις μαζί σου
θα πας γυμνός όπως ήρθες,
γυμνός και μόνος                                                                                  
στο τέλος της αβεβαιότητας.
Τίποτε δε θα σε θυμίζει πια
εκτός, ίσως,
από ένα όστρακο
σε κάποια αμμουδιά                                                                              
της αιωνιότητας.






                                   2004

Φωτογραφία ( Φούρνοι Κορσεών ): Γιώργος Ι. Μαρούσης 


  Σε περιμένω μαμά   Σε περιμένω μαμά θα ανταμώσουμε πάλι όταν έρθει η ώρα θα αγκαλιαστούμε ξανά σε πιο όμορφους τόπους. Πες και σ...